ψιάζω

ψιάζω
(I)
και δωρ. τ. ψιάδδω Α
παίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε -άζω].
————————
(II)
Α [ψιάς, -άδος]
(κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψιάζει — ψιάζω play pres ind mp 2nd sg ψιάζω play pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιαίνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού ρ. ψιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ψίεις — εσσα, εν, Α (κατά τον Ησύχ.) «μακάριος, εὐδαίμων». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το ρ. ψιάζω (Ι) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. εις (βλ. λ. οεις)] …   Dictionary of Greek

  • ψιάδδω — Α (δωρ. τ.) βλ. ψιάζω (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ἐψιάσθων — ἐψιά̱σθων , ψιάω perf imperat mp 3rd pl (attic doric) ψιάζω play perf imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψιᾶσαι — ὑπό ψιάω pres ind mp 2nd sg ὑπό ψιάω pres part act fem nom/voc pl (doric) ὑπό ψιάω aor inf act (attic doric) ὑπό ψιάζω play fut part act fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”